- ἐπέδραμε
- ἐπιτρέχω—run uponaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… … Dictionary of Greek
Αντιοχεύς, Γεώργιος — (12ος αι.). Βυζαντινός ναύαρχος του Νορμανδού ηγεμόνα της Σικελίας Ρογήρου B’, που έδρασε την περίοδο της βασιλείας του Μανουήλ Α’ του Κομνηνού. Το 1147 ηγήθηκε στόλου 70 πλοίων και, αφού επέδραμε στα δυτικά παράλια του Βυζαντίου, κατόρθωσε να… … Dictionary of Greek
Βαβυλώνιοι — Αρχαίος λαός της πόλης Βαβυλώνας, αλλά και του νότιου τμήματος της Μεσοποταμίας, μεταξύ του Τίγρη και του Ευφράτη. Οι Β. αποτελούσαν τον νότιο κλάδο των σημιτικών πληθυσμών της Μεσοποταμίας και ξεχώριζαν από τους Ασσυρίους, οι οποίοι ήταν… … Dictionary of Greek
Ζαβέρ Χαν — (6ος αι. μ.Χ.). Ηγεμόνας των Κουτριγούρων Ούννων, που κατοικούσαν γύρω από τη σημερινή Αζοφική θάλασσα. Το 559 ο Ζ.X. πέρασε τον Δούναβη και εισέβαλε στην περιοχή της Κάτω Μοισίας (Βουλγαρία) με σκοπό να λεηλατήσει τις ευρωπαϊκές επαρχίες του… … Dictionary of Greek
Μπαρμπαρόσα ή Βαρβαρόσας — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί δύο αδελφοί πειρατές, καταγόμενοι από τη Λέσβο, οι οποίοι κυριάρχησαν στις αλγερινές ακτές τον 16o αι. Ο πρώτος από αυτούς, Χορούκ, αφού έσπειρε τον τρόμο σ’ ολόκληρη τη Μεσόγειο με τις πειρατικές του επιχειρήσεις,… … Dictionary of Greek